- προεξάσκηση
- η, Νπροάσκηση, προκαταρκτική εξάσκηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + εξάσκηση. Η λ., στον λόγιο τ. προεξάσχησις, μαρτυρείται από το 17ββ στον Ευγ. Βούλγαρι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προαγώνισμα — το, ατος προγύμναση, προεξάσκηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)